- αϋπνία
- ητο να μην κοιμάται ή να μην μπορεί να κοιμηθεί κάποιος: Υποφέρει από αϋπνία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀυπνία — ἀϋπνίᾱ , ἀυπνία sleeplessness fem nom/voc/acc dual ἀϋπνίᾱ , ἀυπνία sleeplessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀυπνίᾱ , ἀυπνίη Italy fem nom/voc/acc dual ἀυπνίᾱ , ἀυπνίη Italy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀυπνίᾳ — ἀϋπνίαι , ἀυπνία sleeplessness fem nom/voc pl ἀϋπνίᾱͅ , ἀυπνία sleeplessness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀυπνίᾱͅ , ἀυπνίη Italy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αϋπνία — Παθολογικό φαινόμενο που συνίσταται στην έλλειψη ύπνου. Μπορεί να εξαρτάται από μια κατάσταση υπερευερεθιστικότητας του εγκέφαλου ή από έντονα εσωγενή ή εξωγενή ερεθίσματα. * * * και αϋπνιά, η (AM ἀυπνία) [άυπνος] ανικανότητα για επαρκή ύπνο σε… … Dictionary of Greek
ἀυπνίας — ἀϋπνίᾱς , ἀυπνία sleeplessness fem acc pl ἀϋπνίᾱς , ἀυπνία sleeplessness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀυπνίᾱς , ἀυπνίη Italy fem acc pl ἀυπνίᾱς , ἀυπνίη Italy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀυπνίαν — ἀϋπνίᾱν , ἀυπνία sleeplessness fem acc sg (attic doric aeolic) ἀυπνίᾱν , ἀυπνίη Italy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek
ἀυπνίαι — ἀϋπνίαι , ἀυπνία sleeplessness fem nom/voc pl ἀϋπνίᾱͅ , ἀυπνία sleeplessness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀυπνίᾱͅ , ἀυπνίη Italy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen … Deutsch Wikipedia
μορφίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στο όπιο στο οποίο κυριαρχεί ποσοτικά (7 17%) και ποιοτικά όσον αφορά τη δράση του. Το απομόνωσε το 1806 ο Γερμανός χημικός Φρίντριχ Βίλελμ Σέρτιρνερ (1783 1841). Ονομάστηκε μ. από το όνομα του θεού των ονείρων Μορφέα,… … Dictionary of Greek
εγκεφαλοπάθεια, σπογγοειδής — Ομάδα σποραδικών (αυτόματης εμφάνισης, χωρίς αναγνωριζόμενη αιτία), μεταδιδόμενων ή κληρονομικών εγκεφαλοπαθειών, που παρουσιάζουν ποικιλία στον χρόνο επώασης και στην ταχύτητα εξέλιξης, είναι όμως πάντα θανατηφόρες, αφού μέχρι τώρα δεν υπάρχει… … Dictionary of Greek